Πειθαγόρας

Πειθαγόρας
Πειθαγόρᾱς , Πειθαγόρης
masc acc pl
Πειθαγόρᾱς , Πειθαγόρης
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Πειθαγόρας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Τύραννος του Σελινούντα στη Σικελία. Εκθρονίστηκε από τον Ευρυλέοντα, που ήρθε στη Σικελία με τους Δωριείς στα τέλη του 6ου ή στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. 2. Οιωνοσκόπος και σπλαχνοσκόπος, αδελφός του Απολλόδωρου του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”